….Και μόνη τροφή που τους απόμεινε ήσαν τα χελιδόνια της ανοίξεως

Η πείνα είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιορκία πόλεων.
Επομένως δεν είναι τυχαίο ότι μερικές από τις πιο συνταρακτικές περιγραφές λιμού στη νεότερη ελληνική ιστορία αναφέρονται στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.

Δυόμιση περίπου μήνες πριν την έξοδο, η πείνα ανάγκασε τους Μεσολογγίτες να παραβιάσουν τα διατροφικά ταμπού: «Eρευνώντας με τη σειρά όλα τα σπίτια, βρήκαμε αρκετές ποσότητες αλεύρι. Αυτό μοιράστηκε μ’ ένα φλυτζάνι ως μέτρο. Εμοίρασαν κι από ένα φλιτζάνι κουκιά. Άρχισαν λοιπόν να σμίγουν αυτό το λίγο κουκί και αλεύρι στον τέντζερη και να βάνουν μέσα και καβούρια….Ένας γιατρός εμαγείρευε το σκύλο του με λάδι, από το οποίον είχαμε αρκετό και επαινούσε το φαγί του ότι ήταν πιο νόστιμο. Οι στρατιώτες τότε πια άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλο ή γάτα έβρισκαν στο δρόμο [….] αρχίσαμεν περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαμεν πέντε φοραίς εως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμεν με ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, (αλλά) και με ζουμί από καβούρους ανακατωμένον και τούτο. […]Εδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν. Από έλλειψιν της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμασθον όταν μας έφθασεν γράμμα των απεσταλμένων μας εις Ναύπλιον συσταίνον και να φάγωμεν (εν ανάγκη) ένας τον άλλον.»(1)

Αφού όμως  έφαγαν όλα τα τετράποδα, τα πτηνά και τα χορταρικά- καθαρά και ακάθαρτα- στράφηκαν στην πιο απαγορευμένη τροφή, στην ανθρώπινη σάρκα. Για την ακρίβεια στράφηκαν στη νεκρή σάρκα, παρ’ όλο που πριν φτάσει η πείνα σε ακραίο επίπεδο η πρόταση για βρώση των νεκρών εχθρών είχε απορριφθεί με φρίκη: «όσον δε οι μέρες παρήρχοντο τοσούτον η έλλειψη καταντούσε τραγικώτερη· φρικιαστική, πραγματικώς, είναι η περιγραφή, την οποίαν μας έδωκεν ο ιατρός της φρουράς κι ένας από τους σωθέντας μετά την έξοδο αγωνιστές,  ο Λευκάδιος Στεφανίτσης· μετά την μάχη της Κλείσοβας προβλέποντας ούτος μεγαλύτερη έλλειψη τροφών, επρότεινε, όπως τα πτώματα των Αιγυπτίων αλατισθούν και δοθούν για τροφή στους κατοίκους. Αλλ’ η πρόταση αυτή απορρίφθηκε και μόνη τροφή, που τους απόμεινε ήσαν τα χελιδόνια της ανοίξεως.»(2)

Όμως τελικά οι διαιτητικές απαγορεύσεις καταλύονται όταν άνθρωποι βρίσκονται υπό το κράτος της λιμοκτονίας. Οι Ν. Κασομούλης, Αρτ. Μίχος και Ν. Μακρής αναφέρουν τα παρακάτω περιστατικά νεκροφαγίας στα απομνημονεύματά τους.
«…πολλαί μεν οικογένειαι άρχισαν να τρέφωνται εκ των εκ του λοιμού αποθνησκόντων συγγενών των», γράφει ο Μίχος και προσθέτει σε υποσημείωση ότι ο σωματάρχης Γ. Βάγιας «εις τινα οικίαν οικογενείας τινός εκ του Ζυγού ή Αποκούρου, εύρε εις απόκρυφόν τις μέρος τον μηρόν και άλλα μέρη παιδίου φρίξας δε διά το εύρημα ηρώτησε την οικοδέσποιναν, παρ’ ης έπληροφορήθη, ότι το παιδίον αυτό, αποθανόν εκ της πείνης εχρησίμευσεν εις τροφήν των επιζώντων. Ήτο δε τούτο δυστυχώς αληθές, καθότι εις την ειρημένην οικίαν δεν ευρέθη κανέν άλλο τρόφιμον» (3)
Ο δε Κασομούλης αναφέρει ότι » ένας Κραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν».
Η κατάλυση όλων των διαιτητικών κωδίκων εξαιτίας της πείνας συνοδεύεται με την άμβλυνση του συναισθήματος της αηδίας και των ηθικών αναστολών. Το μαγείρεμα βοηθά στη μετατροπή της απαγορευμένης τροφής σε φαγητό νόστιμο για τους αγνοούντες και ανεκτό για τους γνωρίζοντες.  Ο στρατηγός Ν. Μακρής γράφει στα δικά του απομνημονεύματά του ότι » πολλοί ευρέθησαν εις την ανάγκην να φάγωσι ανθρωπίνας σάρκας και, ως εδιηγούντο, ελάμβανον το ήπαρ εκ των φονευμένων και όντων κράσεως υγιούς, το ετηγάνιζον με έλαιον και έρριπτον ολίγον ξείδι, το τοιούτον δε παρασκεύασμα παρείχεν ευάρεστον τροφήν προς τους αγνούντας την προέλευσίν του, ανεκτήν δε εις τους γνωρίζοντας ταύτην»(4)

Είναι αλήθεια ότι οι διηγήσεις που αφορούν στη μεγαλύτερη διατροφική παράβαση δεν είναι εκτεταμένες, εντούτοις λένε αρκετά για την τραγικότητα των τελευταίων μηνών πριν την έξοδο. Ίσως πιο συγκλονιστική απ’ όλες είναι η περιγραφή των αποτελεσμάτων  της τελευταίας συνέλευσης των πολιορκημένων: « μετά περίπου, από μίαν ώραν συζήτησιν, είπαν ότι δια να σωθή το περισσότερον μέρος ημών να προλάβωμεν τα αίτια, τα οποία υποπτεύομεν ότι εις την εσχάτην ώραν ή από δειλίαν ή από φιλοζωΐαν δύνανται να μας προδώσουν. Αποφασίσθη λοιπόν να φονεύσωμεν όσους αιχμαλώτους έχομεν εις φυλακήν, Τούρκους και Χριστιανούς, οίτινες υπηρετούσαν εις το δημόσιον, τη ιδίαν ώραν, και καθένας εά έχει ύποπτον κοντά του, ή Τούρκον ή Χριστιανόν, να τον φονεύση. Ο Τζιαβέλας επρόσταξεν να φονεύσουν αμέσως τον αγαπημένον του και πιστόν Αράπην Τούρκον, και το έβαλαν όλοι εις πράξιν. Αμέσως εφόνευσαν και έκοψαν όλους τους Κοζάκους, έως 30, όπου είχομεν μέσα, και άλλους μαστόρους, όπου δούλευαν (σ)τον εχθρόν (σκάπτοντες) και εσυλλήφθησαν (παρ’ημών), καθώς και όλους τους Τούρκους. Η καρδία μας εσκληρύνθη τότες τόσον, ώστε δεν ηξεύραμεν ( τι εκάμναμεν). Ο αυτάδελφός μου Μήτρος (Κασομούλης), αναλαβών έως τότες από την ασθένειαν και ειδοποιηθείς τούτο, έτρεξεν και έκοψεν δώδεκα μόνος του εις την ακρογιαλιάν. Ήλθεν καθημαγμένος από τα πόδια έως το κεφάλι, χαρούμενος. Ετρόμαξεν η ψυχή μου· τον επίπληξα διότι μόνον αυτός επιχειρίσθη, ως πελεκάνος, να κόψη τόσους.

-Ε, λέγει, άφησέ με τώρα· 500 κόπτω, κι’ άλλους (ακόμη), αν μου πέσουν εις το χέρι. (Έπειτα) τι μας έμεινεν πλέον (τώρα) παρά να πιούμεν (και) αίμα, διότι δεν έχομεν τίποτες να φάγωμεν;»(5)

Η ανθρωποφαγία υπήρξε γεγονός τόσο στο Μεσολόγγι όσο και σε άλλες περιοχές και περιόδους της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας. Φυσικά δεν θα τη δείτε να αναφέρεται σε κανένα σχολικό βιβλίο. Αποσιωπήθηκε σαν λεπτομέρεια που δεν εξυπηρετούσε την  εθνοκεντρική ιστορία, παρ’ όλο που προσθέτει μέγεθος στην ηρωική έξοδο.  Ταυτόχρονα, η πείνα παρουσιάστηκε σαν η σημαντικότερη αιτία της πτώσης του Μεσολογγίου. Κουβέντα φυσικά για την αδιαφορία που έδειξαν οι Πελοποννήσιοι καπεταναίοι (6) για την τύχη του, κουβέντα για την κατασπατάληση του αγγλικού δανείου του 1.000.000 περίπου ταλίρων ενώ » 100.000 ταλίρων ήρκουν ίνα σωθή το προπύργιον εκείνο», όπως γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.

1 Ν. Κασουμούλης, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων. Από το 1821 μέχρι του 1833, επιμ. Γ. Βλαχογιάννης, Αθήνα 1939, τόμ. Β΄, σ. 256.

2 Μιχαλόπουλος Φ. Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου, Αθήνα 1957, σελ. 22.

3 Αρτ. Ν. Μίχος, «Απομνημονεύματα», Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21, εκδ. Γ. Τσουκαλάς, τ.2, Αθήνα 1956, σελ. 48.

4 Ν.Δ. Μακρής, Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21, ο.π., τ.19, σελ. 64

5 Ν. Κασομούλης, «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων», ο.π. σ.252.

6 «Και αν πέση το Μεσολόγγιον, όλη η Ελλάς είναι Μεσολόγγιον;» Σπυρομήλιος, Χρονικό Μεσολογγίου 1825-1826.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “….Και μόνη τροφή που τους απόμεινε ήσαν τα χελιδόνια της ανοίξεως

Σχολιάστε