‘Τυχαία η τύχη’

DSCN4876a

<<Όταν η μάνα ζύμωνε ψωμί φρόντιζε να αφήσει στην άκρη λίγο ζυμάρι για να φτιάξει κουταλίτες και τηγανόψωμα. Αν το ζυμάρι παραφούσκωνε  μέχρι να αποφτιάξει τους κουταλίτες, τότε  μας έλεγε «Να το τυχερό σας, θα φάτε και φουσκίτες…  και μετά συμπλήρωνε » τυχαία η τύχη» επαναλαμβάνοντας την αγαπημένη ρήση του πεθερού της. Και έτσι μέχρι που πήγαμε στο γυμνάσιο πιστεύαμε ότι η τύχη είναι μια αόρατη φτερωτή μορφή που μεθυσμένα παρασέρνεται από τις πνοές του αέρα. Αν ο αέρας είναι ευνοϊκός θα πέσει στο ζυμάρι μας και  αυτή προσπαθώντας να απελευθερωθεί χτυπά χέρια, πόδια και φτερά και φουσκώνει τη ζύμη.
Τους δε φουσκίτες αγνοούσαμε ότι τους έλεγαν και λουκουμάδες… εμείς  τους λέγαμε ‘το τυχερό μας’. Αν και το δικό μας ‘τυχερό’ ήταν πιο σκληρό από αυτό που σερβίριζαν στα ζαχαροπλαστεία. Αποδείχτηκε ότι ήταν πιο σκληρό και από αυτό που σερβίριζε η ζωή.
Κι επειδή δεν είχαμε πάντα μέλι παρ’ ότι είχαμε μελίσσια – γιατί αυτός που τα φρόντιζε πάντα παραπονιόταν στον πατέρα ότι ξεπάστρεψαν οι αρρώστιες τις μέλισσες, αλλά μυστηριωδώς βρισκόταν στο Ρέθυμνο να πουλά μέλι- επειδή λοιπόν δεν είχαμε πάντα μέλι, η μάνα μας συχνά σέρβιρε τους κουταλίτες με τυρί -όχι τριμμένο , αλλά κομμάτι- ή με σφιχτό αυγό.  Μάλλον ήμασταν τα μοναδικά παιδιά στη γειτονιά που είχαν στο ένα χέρι τον κουταλίτη και στο άλλο το σφιχτό αυγό. Αλλά το τυχερό μας είχε πάντα το μέλι του ή το πετιμέζι του και οπωσδήποτε σουσάμι και κανέλα. Και να φανταστείς ότι εμείς ήμασταν μάλλον ευκατάστατοι.>>

Απόσπασμα από  συνέντευξη που μου έδωσε η Κρυσταλλία Δρ. κάτοικος Χανίων, κατά τη διάρκεια έρευνας για τη διατροφή σε περιόδους κρίσης. Στη διήγηση της περιγράφει τη ζωή της κατά τη δεκαετία του 1950.