Πορτοκαλί για την Πρωτοχρονιά

emilie_von_buttner_kurbisse
Emilie von Büttner: Kürbisse (commons.wikimedia.org)

Ο πατέρας μου αγαπούσε τις κολοκύθες.
Τις χρήσιμες νεροκολοκύθες και τις πορτοκαλί γλυκοκολοκύθες.
Η μητέρα μου πάλι αδιαφορεί για τις μεν αλλά δεν συμπαθεί τις δε γιατί ανήκουν στα απεχθή γι’ αυτήν τρόφιμα που της θυμίζουν την πείνα και τον φόβο που έζησε ως παιδάκι στον πόλεμο. Τότε που για τις περιαστικές περιοχές των Χανίων η μόνη τροφή σε αφθονία ήταν τα χόρτα και τα κουκιά, η κολοκύθα μαζί με τις σταφίδες, τις γλυκοπατάτες, το σιτάλευρο και το καλαμποκάλευρο ήταν τρόφιμα θρεπτικά και με ανταλλακτική αξία. Εξάλλου η γιαγιά μου, χήρα με 4 παιδιά από μερικών μηνών έως 10 ετών, όχι μόνο είχε χάσει την πρόσβαση στην περιουσία της διότι οι Γερμανοί είχαν επιτάξει τα κτήματα της αλλά ζούσε στην αποθήκη του σπιτιού της το οποίο είχε επίσης καταληφθεί από ανώτερους Γερμανούς αξιωματικούς και μερικούς απλούς στρατιώτες. Σε ένα μικρό κομμάτι γης, απομονωμένο και περιφραγμένο με βάτους, είχε μια κατσίκα κρυμμένη από τα ανθρώπινα βλέμματα. Χάρη στο γάλα της μπορούσε να φτιάξει τραχανά όταν εύρισκε λίγο αλεύρι. Όταν έληξε ο πόλεμος το σπίτι επιστράφηκε στην ιδιοκτήτρια χωρίς ασημικά και γυαλικά. Τα ασημικά στάλθηκαν στην Γερμανία τα δε γυαλικά έπεσαν θύματα του μεθυσμένου μένους ενός αξιωματικού ο οποίος δυσαρεστήθηκε από το φαγητό που μαγείρεψαν οι δύο μάγειροι για το ρεβεγιόν της πρωτοχρονιάς του 1945. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ο πατέρας μου έζησε κατά τη διάρκεια του πολέμου σε εύφορο ορεινό χωριό των Χανίων, άρα η οικογένεια του είχε πρόσβαση σε μεγαλύτερη ποικιλία φαγώσιμων. Μάζευαν χορταρικά και μανιτάρια, ξέκλεβαν λίγο λάδι, καρύδια, κάστανα και κεράσια από αυτά που έπρεπε να παραδώσουν υποχρεωτικά στις κατοχικές δυνάμεις. Σε ένα μικροσκοπικό κήπο καλλιεργούσαν κολοκύθες, γλυκοπατάτες, πατάτες, διάφορα ζαρζαβατικά.

Αν και η μαμά μου αντιπαθούσε τη γλυκιά γεύση του πορτοκαλί κολοκυθιού, το μαγείρευε για να ευχαριστήσει τον μπαμπά. Η ίδια δεν άγγιζε το στιφάδο με κάστανα, δοκίμαζε ίσα – ίσα το μπουρέκι, επαινούσε την σάρκα τηγανητή σερβιρισμένη με ζάχαρη και κανέλα, αν και αμφιβάλλω αν την έβαλε ποτέ στο στόμα της, αλλά της άρεσαν τα καλιτσούνια με γέμιση κολοκύθας και μυζήθρας.

Ο μπαμπάς μου αγαπούσε και το roquefort. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ενθουσιάστηκε με τη κολοκυθόσουπα που δοκίμασε σε ένα πρωτοχρονιάτικο ρεβεγόν. Αυτή τη σούπα για την οποία άκουγα τόσα εγκώμια αλλά ποτέ δεν εμφανίστηκε σε οικογενειακό τραπέζι προσπάθησα να αναπαράγω πριν από μερικά χρόνια σύμφωνα με την ανάμνηση των διηγήσεων του πατέρα μου και τις δικές μου προτιμήσεις.
Σας δίνω τα υλικά και μερικές συμβουλές για το πως θα την φτιάξετε. Οι δοσολογίες των τυριών δικές σας, εμπιστευτείτε το γούστο σας.

1 2/3 κ. κολοκύθα
1 μεγάλο καρότο, κομμένο σε μεγάλα κομμάτια
3 μεγάλα μανιτάρια πλευρώτους κομμένα στα 4
1 μεγάλο κρεμμύδι κομμένο στα 4
4 δόντια σκόρδου
2 κ.σ φρέσκος βασιλικός
12 κάστανα βρασμένα ή- ακόμα καλύτερα- ψημένα
1/2 φλ. ελαιόλαδο
1 εβαπορέ
λίγη βρώμη
φέτα, τριμμένη με το χέρι
ροκφόρ, τριμμένο με το χέρι
πιπέρι μαύρο
καπνιστή πάπρικα

Για να καθαρίσετε την κολοκύθα και να στεγνώσετε ελαφρά τη σάρκα της την κόβετε στα δύο και την βάζετε σε ένα ταψί (να ακουμπά στην πλευρά της σάρκας). Την αφήνετε στο φούρνο στους 200 βαθμούς, για 20 λεπτά. Μετά βάζετε το γκριλ, μέχρι η φλούδα να αποκτήσει μπρούτζινη απόχρωση.
Βγάζετε την κολοκύθα από το φούρνο και την αφήνετε να κρυώσει. Τώρα μπορείτε να την καθαρίσετε εύκολα, απλώς τραβάτε με ένα μαχαίρι την φλούδα.
Κόβετε την κολοκύθα σε μεγάλα κομμάτια και την μεταφέρετε στο τσουκάλι για να τη σωτάρετε στο ελαιόλαδο μαζί με τα μανιτάρια, το κρεμμύδι, το σκόρδο και το καρότο.
Κατόπιν προσθέτετε το εβαπορέ, τον βασιλικό, αλατοπίπερο και τόσο νερό όσο χρειάζεται για να καλύψετε τα υλικά.
Βράζετε και αν χρειαστεί προσθέτετε και άλλο νερό. Όταν έχει σχεδόν μαλακώσει η σάρκα της κολοκύθας προσθέτετε τα κάστανα και λίγες νιφάδες βρώμης. Αφήνετε να πάρουν 1-2 βράσεις και απομακρύνετε το τσουκάλι από τη φωτιά.
Με ένα ραβδομπλέντερ χτυπάτε τη σούπα τόσο όσο να ΜΗΝ αποκτήσει βελούδινη υφή. Την μεταφέρετε στη φωτιά και αφήνετε να πάρει πάλι μια βράση. Έφτασε η ώρα να προσθέσετε τα τυριά. Αφήνω τη δοσολογία τους στην προτίμησή σας. Ανακατεύετε και αποσύρετε από τη φωτιά.
Η σούπα σερβίρεται πασπαλισμένη με λίγη καπνιστή πάπρικα.