ΦΑΓΗΤΟ & ΜΝΗΜΗ

Θα αρχίσω με δύο ανέκδοτα περιστατικά.

α) Όταν η φίλη μου Σταυρούλα Μαρκουλάκη, αρχαιολόγος και πρόεδρος της Ιστορικής, Λαογραφικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Κρήτης, δοκίμασε ένα κομμάτι ξινόχοντρο κατά τη διάρκεια του Σαββατιάτικου μεσημεριανού διαλείμματος του 1oυ Συμποσίου Ελληνικής Γαστρονομίας κούνησε το κεφάλι και μου είπε πόσο κρίμα ήταν που ουδέποτε ενδιαφέρθηκε  για τις πλούσιες και σύνθετες γνώσεις της αγρότισσας μητέρας της πάνω στη μαγειρική και την οικιακή τυροκομία.  “Τώρα που με ενδιαφέρει η αγροτική μαγειρική, η μαμά μου είναι νεκρή και δεν θυμάμαι με ακρίβεια τις συνταγές της. Αχ, η μαμά μου… Πόσο πολύ μου λείπει!”

(Photo credit: Kyrstyn Kralovec)
O ξινόχοντρος, το μίγμα ξινισμένου γάλακτος και πληγουριού, το οποίο στη ξηρά του μορφή συνόδευε τα περισσότερα αγροτικά φαγητά της Κρήτης, έχει εξαιρετική γεύση όσο είναι ακόμη φρέσκος.

Το πολιτιστικό χάσμα ανάμεσα στην αγρότισσα μητέρα και στη σύγχρονη, μορφωμένη κόρη έφερε αξιοσημείωτες αλλαγές στην μετάδοση των παραδοσιακών γνώσεων και πρακτικών.
Εντούτοις ένα αγροτικό παρασκεύασμα όπως είναι ο ξινόχοντρος ξύπνησε πολλές αναμνήσεις στη φίλη μου.

β) Το φαγητό μας μιλά για τις ζωές των ανθρώπων….

Η Κατίνα Προβιδάκη και οι τηγανόπιτές της (Photo credit: Kyrstyn Kralovec)

Κατά την προετοιμασία του Σαββατιάτικου δείπνου του  Συμποσίου, η  Κατίνα Προβιδάκη, μια ηλικιωμένη Καρανιώτισσα εθελόντρια μαγείρισσα, είπε διστακτικά ότι θα ήθελε να φτιάξει τηγανόψωμα για τους συνδαιτημόνες. Έμεινα έκπληκτη όταν ο 30χρονος γιος της, παρατήρησε ότι ποτέ δεν είχε δει τη μητέρα του να φτιάχνει κάτι τέτοιο στο σπίτι τους. «Γιατί δεν ετοίμασες ποτέ τηγανόψωμο για τον Στρατή;»  τη ρώτησα. «Το τηγανόψωμο είναι η αγαπημένη λιχουδιά των παιδικών μου χρόνων», μου απάντησε. «Η συγχωρεμένη η μάνα μου το έφτιαχνε με τη ζύμη που απόμενε από το ζύμωμα των ψωμιών. Πατίκωνε τη ζύμη με τα χέρια της, την άφηνε ν’ ανεβεί και την τηγάνιζε.  Όσο  το τηγανόψωμο ήταν ζεστό το περίχυνε με πετιμέζι … βλέπεις, το μέλι ήταν ακριβό, αλλά σε όλα τα σπίτια υπήρχε λίγο πετιμέζι.  Αλλά όταν έφυγε η μαμά μου (πέθανε όταν η Κατίνα ήταν 14 ετών),  εγώ δεν μπορούσα να φτιάξω. Έλεγα πως η καρδιά μου θα σπάσει αν δοκίμαζα να το φτιάξω.  Αύριο, θα το κάνω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Έτσι, θα δείτε πως η φτωχή μαμά μου μαλάκωνε το μέσα του παιδιού της«.
Για την Κατίνα Προβιδάκη το τηγανόψωμο συμβολίζει τη μητρική αγάπη και φροντίδα αλλά και την απώλειά τους.
Όπως έγραψε ο Marcel Proust  στο Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο  «Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σα τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης. ( Αναζητώντας το χαμένο χρόνο. Από τη μεριά του Σουάν,  μετ. Π. Ζάννας)

Γιατί το φαγητό έχει  τέτοια δύναμη;

Και τι σπουδαίο δώρο μας έκανε  η Κατίνα  μοιράζοντας μας αυτό που συμβόλιζε  ένα πολύτιμο κομμάτι του παρελθόντος της !

2. Δυστυχώς, ακόμη και στα χωριά η γνώση των παραδοσιακών τροφών ακολουθεί φθίνουσα πορεία, ενώ παρατηρείται και μια σημαντική -ηθελημένη- έλλειψη μνήμης  για τις «φτωχικές» τροφές. Τα λαντουρίδια  είναι ένα τέτοιο φτωχικό, αγροτικό φαγητό* που έχει σχεδόν ξεχαστεί τουλάχιστον στη Δυτική Κρήτη.  Γινόταν είτε με ψωμί το οποίο ράντιζαν με λίγο νερό και το έτριβαν ανάμεσα στις παλάμες είτε με αλεύρι, ακολουθώντας όμως την ίδια διαδικασία. Αρκετά συχνά χρησιμοποιούσαν και τη ζύμη που απέμενε κολλημένη στη σκάφη μετά το ζύμωμα του ψωμιού.  Μετά έβραζαν τα λαντουρίδια σε νερό ή γάλα και σε ορισμένες περιπτώσεις σε ζωμό κρέατος, μέχρι να γίνουν μια πηχτή σούπα. Όταν τα έβραζαν σε νερό ή γάλα τα σέρβιραν είτε σαν αλμυρή σούπα ή με ζάχαρη, μέλι ή πετιμέζι. Στην γλυκειά τους εκδοχή τα πρόσφεραν και στις λεχώνες «για να κατεβάσουν γάλα».
Η εθελόντρια που ανέλαβε να φτιάξει αυτό το φαγητό για το Σαββατιάτικο δείπνο του Συμποσίου χρειάστηκε να ρωτήσει περίπου 10 γυναίκες. Καμμιά δεν ήθελε να θυμηθεί τον ακριβή τρόπο παρασκευής τους. (Ποιος νοιάζεται γ’ αυτά τα φαγητά; ήταν τόσο φτωχικά  όσο ήταν και τα σπίτια μας… δεν θέλω να τα θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι εκείνες τις ημέρες»: Στέλλα Kωνσταντουλάκη).

Αναρωτιέμαι με ποιό τρόπο αυτές οι τροφές θα παραμείνουν γνωστές στις μελλοντικές γενιές.

3. Όταν μυρίζω βασιλικό ή σπιτικό στακοβούτυρο πάντα λέω ότι μου μυρίζει » Χανιά»!

Ξενιτιά… η εμπειρία της αυτοεξορίας, της αποδημίας. Μια λέξη  ιδιαίτερα φορτισμένη αφού δηλώνει μια κατάσταση αποξένωσης,  τη σκληρή ζωή των μεταναστών («η ξενιτιά, η φυλακή, η φτώχεια, η ορφάνια, / τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι, / και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια»), τη μακρά απουσία από την πατρίδα, ακόμη και το θάνατο-  ειδικά παλιότερα που τα μακρινά ταξίδια ήταν δύσκολα έως αδύνατα ο ξενιτεμός ήταν ισοδύναμος με ισόβιο αποχωρισμό. Φυσικά δηλώνει και μια κατάσταση που μπορεί να αξιοποιηθεί προς όφελος των μεταναστών.  Σε κάθε περίπτωση όμως, η ξενιτιά προκαλεί έντονο, βαθύ πόνο, αγιάτρευτη νοσταλγία για την πατρώα γη.
Οι γεύσεις και οι μυρωδιές της πατρίδας συνοδεύουν τους ξενιτεμένους στις νέες πατρίδες τους εντός και εκτός των εθνικών συνόρων. Το φαγητό φέρνει αναμνήσεις που περιλαμβάνουν γονείς, συγγενείς, φίλους, ιστορίες από το παρελθόν, την πατρίδα την ίδια.
α) Για τους ξενιτεμένους το φαγητό έχει το ρόλο ενός συμβολικού διαλόγου με την οικογένεια και την πατρίδα. Άρα τα πακέτα των τροφίμων που τους στέλνει η οικογένειά τους παίζουν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό τον διάλογο μιας και συμβολίζουν το δεσμό με τον γενέθλιο τόπο. Μερικές φορές ονομάζονται «καλούδια» και κλείνουν μέσα τους τον ήλιο του, τη θάλασσα του, τις μυρωδιές του πατρικού σπιτιού, την αγάπη της μητέρας. Στην ουσία είναι ένα κομμάτι της ίδιας της πατρίδας .
β) Οι ξενιτεμένοι ζουν με ένα πόδι και στους δύο κόσμους. Γι ‘αυτούς, ο ρόλος του φαγητού και της μνήμης στη διατήρηση της ταυτότητάς είναι τόσο σημαντικός όσο είναι η γλώσσα και οι  ειδήσεις από το σπίτι. Έτσι, το φαγητό δεν εκφράζει μόνο την αίσθηση της απώλειας και την νοσταλγία για την πατρίδα, αλλά και σηματοδοτεί την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα που ξεπερνά τα εδαφικά όρια. Δύο  ομιλήτριες του Συμποσίου, η Μαρία Βεριβάκη και η Ozlem Yasayanlar, αναφέρθηκαν σε αυτό το θαυμάσιο κομμάτι του πολιτισμού, τη σχέση του φαγητού με τις μνήμες  και την ταυτότητα. Παρακαλώ κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε τις περιλήψεις των ανακοινώσεων τους. http://greekgastronomy.wordpress.com/abstracts/

Και κάντε κλικ εδώ για να διαβάσετε ένα σπουδαίο άρθρο για  τον ξένο, τη φιλοξενία, την ξενιτιά  και τη ξενοφοβία. http://diatribe-column.blogspot.com/2007/10/xenia.html

Ναι σωστά υποθέσατε…. Το θέμα του επόμενου Συμποσίου θα περιστραφεί γύρω από το Φαγητό, τη Μνήμη και την Ταυτότητα.

*Τα λαντουρίδια  συναντιούνται με συγγενικά ονομάτα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως π.χ. (α)ραντό, ραντιστό, ραντιστές κ.λ.π.